Τα χρόνια του Λυκείου είναι τα τελευταία πριν την ενηλικίωση. Είναι τα χρόνια στα οποία κάθε άνθρωπος πρέπει να πάρει μία πολύ κρίσιμη και οριστική απόφαση. Την απόφαση αν θα μείνει για πάντα παιδί, οπότε ευτυχισμένος – δραστήριος – ανοιχτόμυαλος, ή αν θα σκοτώσει το παιδί που έχει μέσα του, οπότε μίζερος – ηλίθιος – δυστυχισμένος, θα καταλήξει να φορέσει και γραβάτα. Το Λύκειο για μένα ήταν μία φυσική μετάβαση από το γυμνάσιο. Οι αξίες που είχα εμπεδώσει, όπως βαθμοί, απουσιολόγιο, σημαία, επερχόμενες πανελλήνιες, ήταν σταθερές αλλά τις αντιμετώπιζα πιο ώριμα. Άλλωστε έννοιες όπως φιλία ή ακόμη και νεανικός έρωτας είχαν κάνει έκδηλα τις πρώτες τους εμφανίσεις και αποτελούσαν υπολογίσιμες συνιστώσες για την εξέλιξη μου.
Το κυριότερο θέμα συζήτησης, συνειδητοποιημένων μαθητών Λυκείου, ήταν οι Πανελλήνιες εξετάσεις και οι επιλογές ακαδημαϊκής κατεύθυνσης. Είχα την ατυχία να ζήσω το σύστημα των 4 Δεσμών, ότι πιο ψυχοφθόρο στη ζωή μου. Τέσσερα μαθήματα, εκ των οποίων το ένα η έκθεση (όποτε στην ουσία 3 μαθήματα), στα οποία όμως το επίπεδο εξετάσεων είχε ξεφύγει τελείως. Στην Λυκειακή μου εποχή, οι υποψήφιοι για ΑΕΙ/ΤΕΙ ήταν κοντά στους 150.000 και οι εισακτέοι 50.000. Κοινώς 1/3 έμπαινε και 2/3 κοβόντουσαν. Με δεδομένο τα λίγα μαθήματα, έπρεπε το επίπεδο να είναι αρκετά υψηλό ώστε να γίνει το βαθμολογικό κοσκίνισμα. Αποτέλεσμα, ούτε οι ίδιοι οι καθηγητές πολλές φορές, να μην μπορούν να λύσουν τα θέματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το 1993 με το «άλυτο – εξωπραγματικό» θέμα Φυσικής, που μέχρι και η Ένωση Ελλήνων Φυσικών ζήτησε την ακύρωση των εξετάσεων. Επίσης χαρακτηριστικό ήταν το αυξημένο ποσοστό αυτοκτονιών, μεταξύ υποψηφίων, που υπήρξε κατά τη διάρκεια του συστήματος των Δεσμών. Το νέο σύστημα εξετάσεων που ακολούθησε και οι αύξηση των εισακτέων, εξομάλυνε αρκετά τα πράγματα και κατέστησε τις Πανελλήνιες εξετάσεις πολύ πιο εύκολες αλλά και πιο ανθρώπινες.
Το πραγματικό πρόβλημα σε όλη αυτή την κατάσταση, το οποίο έζησα ως απλώς παρατηρητής, μέσα από τους συμμαθητές μου, ήταν η αγωνία της αποτυχημένης γενιάς του 70, να δει τα τέκνα της να ακμάζουν ακαδημαϊκά. Η γενιά των γονιών μας, της δικτατορίας, της ανεμελιάς, των καταλοίπων του εμφυλίου, μία γενιά που δεν ήξερε που πάνε τα τέσσερα, που ευθύνεται απόλυτα για την σημερινή κατάντια μας, απαιτούσε την καταξίωση της μόρφωσης. Υπήρχε μεγάλη πίεση, ήταν το πιο έκδηλο πράγμα στη ζωή ενός έφηβου της εποχής μου. Αξέχαστη θα μου μείνει η απόπειρα αυτοκτονίας μίας συμμαθήτριας μου, η οποία γκρεμοτσακίστηκε από το δεύτερο όροφο του σχολείου μου, ευτυχώς όμως τη γλύτωσε με σπασμένα πόδια, και πλευρά. Τρόμο επίσης ένιωσα, όταν η βασική μου αντίπαλος για την βαθμολογική πρωτιά ξέσπασε σε λυγμούς και κλάματα, πλάνταξε το κορίτσι στα καλά καθούμενα μέσα στην τάξη και δεν έλεγε να σταματήσει. Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα λίγο ένοχος, αφού δεδομένου του έντονου συναγωνισμού (κυρίως από τη μεριά μου, η καημένη ούτε που την ενδιέφερε να βγει πρώτη), της ασκούσα περιστασιακά ψυχολογικό πόλεμο. Ανακούφιση ένιωσα πάντως όταν έμαθα ότι είχε φοβερή πίεση από τους γονείς της, και ο λόγος που ‘έσπασε’ ήταν αυτός. Μάλιστα αποπειράθηκα να την παρηγορήσω, αλλά μάταια.
Ευχάριστη νότα σε όλη την τεταμένη κατάσταση του Λυκείου, ήταν η σύσταση πραγματικής παρέας και φίλων. Για πρώτη φορά εντάχθηκα κοινωνικά σε ομάδες ανθρώπων, δίχως παιδική αφέλεια, αλλά με στόχο την κοινωνική συμβίωση και συμμετοχή σε ομαδικές ψυχαγωγικές εργασίες. Ποδόσφαιρο και μπάσκετ ήταν οι κύριοι στόχοι μας, όμως και πρώτες Σαββατιάτικες πρωινές βόλτες στον Πειραιά και στην Ομόνοια, τα βιντεοπαιχνίδια, η ενασχόληση με κόμικς, τα παιχνίδια ρόλων, είχαν την τιμητική τους. Θυμάμαι την πρώτη βραδινή μου εξόρμηση την έκανα στη Δευτέρα Λυκείου, βράδυ Σαββάτου, πήγαμε με το τρένο στην Κηφισιά, ανεβήκαμε με τα πόδια μέχρι το Κεφαλάρι, καθίσαμε σε μία καφετέρια από εκείνες τις ακριβές που έχει εκεί στην οποία έφαγα μία πάστα (ακριβή κι αυτή). Όμορφες αναμνήσεις, μιας αθώας εποχής που στιγματιζόταν από εφηβικές ανησυχίες και πολλά μα πάρα πολλά όνειρα.
Στην Τρίτη Λυκείου είχα την πρώτη μου εμπειρία στο νεανικό έρωτα. Αφορμή υπήρξε το ενδιαφέρον μάθημα των Στοιχείων Δημοκρατικού Πολιτεύματος, μάθημα το οποίο καταργήθηκε αργότερα διότι αναφερόταν σε Δημοκρατία. Η Τρίτη Λυκείου ήταν η τάξη στην οποία κανείς δεν έδινε σημασία στο σχολείο, αφού το επίπεδο προετοιμασίας για τις εξετάσεις ήταν ιδιαίτερα χαμηλό και ανεπαρκές. Ειδικά κάτι τέτοια μαθήματα, απλά γέμιζαν τις ώρες του 7ώρου μας. Η φιλόλογος που μας το δίδασκε είχε πλήρη γνώση της κατάστασης, κι επειδή ήταν προοδευτικός άνθρωπος, είχε ζητήσει να συντάξουμε 3μελής ομάδες, να αναλάβουμε μία εργασία τετραμήνου από την οποία θα βαθμολογηθούμε and that’s all. Για τα μέσα της δεκαετίας του 90, κάτι τέτοιο ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Η ομάδα στην οποία συμμετείχα ήταν με τον πολύ καλό μου φίλο τον Ηλία, γνωστό και ως «κωλόσκυλο» (παρατσούκλι πολύ πετυχημένο, αφού χαρακτήριζε τις σκυλίσιες δεξιότητες που είχε στο ποδόσφαιρο) και τη καινούργια συμμαθήτρια που είχα εκείνη τη χρονιά, τη Νίκη. Έδινα πολύ μεγάλη σημασία στην αρχή της χρονιάς, σε καινούργια παιδιά που εντάσσονταν στο τμήμα, τουλάχιστον μέχρι να καταλάβω το μαθητικό ποιόν τους. Η Νίκη από τις πρώτες μέρες είχε δείξει τι στουρνάρι ήταν, οπότε μέχρι τότε είναι ζήτημα αν είχαμε ανταλλάξει και κουβέντα. Η έντονη δραστηριότητα του φίλου μου με το ποδόσφαιρο, και οι «ικανότητες» της Νίκης στο να συλλέγει πληροφορίες, με ανάγκασαν να επωμιστώ την διεκπεραίωση της εργασίας, πράγμα το οποίο δε με χάλασε. Επέλεξα να αναλύσω τη Μαρξιστική θεωρία για τον καπιταλισμό, σημαντικό μάθημα για την εξέλιξη μου. Η εργασία αποτέλεσε αφορμή να έχω πιο έντονες επαφές με τη συμμαθήτρια μου και με τον καιρό να ενστερνίζομαι παντελώς ανούσιες έννοιες όπως θηλυκότητα, έλξη από το γυναικείο σώμα, ανάγκη γυναικείας συντροφιάς, ανάλαφρα συναισθήματα και τα λοιπά. Η Νίκη ήταν από τα κλασσικά όμορφα αλλά συνεσταλμένα κορίτσια, δίχως πολλές παρέες που συνδέονται έντονα με πολύ λίγα άτομα και δεν μιλούν πολύ. Τα αμοιβαία συναισθήματα που αναπτύχτηκαν οδήγησαν, σε ένα ρομαντικό απόγευμα, στο λόφο του Προφήτη Ηλία στο Ν. Ηράκλειο, στην πρώτη επαφή του στόματος μου, με το στόμα ενός κοριτσιού, πράγμα το οποίο για την εποχή ήταν σημείο αναφοράς. Ακόμη και τώρα αναρωτιέμαι, γιατί έκλεισα τα μάτια μου εκείνη τη στιγμή, αφού είχα προσχεδιάσει πλήρως να μην το κάνω, ώστε να εξετάσω τις αντιδράσεις της Νίκης στην μεταξύ μας ανταλλαγή σάλιου και μικροβίων.
Το Λύκειο έκλεισε με μία πικρία. Το σχολείο τελείωσε, και γνώριζα ότι τα 12 + 1 (νηπιαγωγείο) χρόνια που έζησα, δεν θα επέστρεφαν πίσω ποτέ. Η χαρά του μαθήματος, η μαγεία των διαλλειμάτων, η κοινωνία που αποτελούταν από παιδιά, με όλες τις ομορφιές, είχαν κάνει τον κύκλο και πλέον μόνο νοσταλγία και αναμνήσεις θα ακολουθούσαν. Μόνη παρηγοριά, η φοιτητική ζωή που ακολουθούσε υπόσχονταν πολλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου