Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Αναμνήσεις Part I

Όσα ταξίδια και αν έχω κάνει στην επαρχία, ειδικά όταν πρόκειται για βουνίσιες περιοχές, στη μνήμη μου έρχεται η εικόνα διαφόρων γέρων και γριών που περπατούν σκυφτοί στην άκρη του δρόμου, με αργό βηματισμό, κρατώντας μία μπλε πλαστική σακούλα. Αυτό το ασήμαντο γεγονός, το έχω διασταυρώσει και με άλλους, βέβαια ουδείς έδωσε ποτέ την δέουσα σημασία για να το εξιχνιάσει παραπάνω.

Όντας πνεύμα ανήσυχο με ταραγμένη φαντασία, με έτρωγαν δύο απορίες. Που στην ευχή πηγαίνουν όλοι αυτοί οι γέροι και οι γριές, και τι περιέχει αυτή η πλαστική μπλε σακούλα. Η λύση ήταν μία και προφανώς την ακολούθησα.

Η μαμά μου κατάγεται από την Κύμη Ευβοίας. Έξω από την Κύμη, υπάρχουν διάσπαρτα μικρά χωριά χαμένα μέσα στο βουνό που δεν θυμάμαι το όνομα του και αμφιβάλω αν το γνωρίζει κανείς. Είχα περάσει με τη μηχανή μου από το χωριό των Μαλετιάνων κατευθυνόμενος προς τους Ανδρονιάνους μέσα από ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Οι γνώσεις του μηχανικού που είχε επιληφθεί τη δημιουργία του δρόμου, αμφισβητούνται. Λόγω κακής ποιότητας του δρόμου, φρόντιζα να μην ξεπεράσω τα 80 χιλιόμετρα/ώρα οπότε απολάμβανα και το όμορφο τοπίο.

Εκεί που βρισκόμουν στη μέση του πουθενά, έχοντας αφήσει το τελευταίο χωριό χιλιόμετρα πίσω, ντάλα μεσημέρι ο ήλιος στις καλύτερες του στιγμές, στην άκρη του δρόμου μπροστά μου ο γέρος κρατώντας πάντα μία μπλε πλαστική σακούλα. Είχαμε μία απόσταση 100 μέτρων, οπότε είχα το χρόνο να κόψω ταχύτητα και να σταματήσω τη μηχανή ώστε να επεξεργαστώ τις σκέψεις που κατέκλυσαν το μυαλό μου. "Που πάει αυτός ο άνθρωπος", "Από που έρχεται", "Πως βρέθηκε εδώ", "Ποιος ο σκοπός της περιπλάνησης του" και το κυριότερο "Τι περιέχει αυτή η μπλε πλαστική σακούλα".

Δεν έχασα πολύ χρόνο στην επεξεργασία των ερωτημάτων, ένα μόνο πράγμα έμενε να κάνω,... να τον ακολουθήσω. Έπρεπε όμως να μην με αντιληφθεί, άλλωστε δεν ήξερα με τι έχω να κάνω. Ανοίγω πάλι τη μηχανή, και ξεκινώ το δύσκολο έργο της παρακολούθησης. Εδώ αντιμετώπισα το μεγάλο πρόβλημα. Ήθελα να διατηρώ μία απόσταση περίπου 100-150 μέτρων, ώστε να μη γίνω αντιληπτός, αλλά ο γέρος περπατούσε τόσο αργά που αυτό ήταν αδύνατο σχεδόν. Ο κινητήρας είχε ανάψει και το σύστημα εξαερισμού, γνωστό και ως ventilator, είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται. Τότε συνειδητοποίησα ότι όποτε είχα συναντήσει γέρο στην άκρη του δρόμου, κρατώντας πάντα την μπλε πλαστική σακούλα, βάδιζε με υπερβολικά αργό ρυθμό. Αν ήμουν καρτούν μία λάμπα θα εμφανιζόταν πάνω από το κεφάλι ως ένδειξη λαμπρού συμπεράσματος. Είχα ανακαλύψει το μυστικό όπλο των γέρων και των γριών με τη μπλε πλαστική σακούλα. Περπατούν τόσο αργά, ώστε να μην έχει κανείς διάθεση να τους παρακολουθήσει που πάνε.

Με είχε κυριεύσει η περιέργεια και το πείσμα να βρω μία εξήγηση στο μυστήριο. Άφησα τη μηχανή εκτεθειμένη και κίνησα πεζός. Με αργό σταθερό βήμα ακολουθούσα σε απόσταση ασφαλείας. Ξαφνικά ο γέρος λοξοδρόμησε και άρχισε να κατηφορίζει προς μία ρεματιά. Ξωπίσω του κι εγώ. Το μυστήριο είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Στο βάθος της ρεματιάς υπήρχε ένα άνοιγμα που θύμιζε είσοδο σπηλιάς. Ο γέρος με τη μπλε πλαστική σακούλα μπήκε στο άνοιγμα αυτό, κι εγώ οπλισμένος με θάρρος και πείσμα αναμεμειγμένο με περιέργεια τον ακολούθησα. Η σπηλιά οδηγούσε σε ένα μεγάλο εσωτερικό άνοιγμα όπου ήταν συγκεντρωμένοι διάφοροι γέροι, όλοι κρατούσαν μπλε πλαστικές σακούλες. Με τρόμο αντίκρισα...

ίσως είναι καλύτερα να μην συνεχίσω. Κάποιες αλήθειες πρέπει να παραμείνουν κρυφές, ώστε να μπορούμε να ζούμε ευτυχισμένοι στην αγνοία μας.

4 σχόλια:

  1. Χορτα μαζευουν...μπορουσες να ρωτησεις μια μερα στο γραφειο...θα σου λεγαμε....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Με τρόμο αντίκρυσες ότι οι γέροι πήγαν για χόρτα....
    Ούτε ο Δράκουλας τέτοιο σασπένς....
    splatter όχι αηδίες....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μήπως οι σακούλες ήταν ολόσωμες, τις φόραγαν και έπαιζαν τα στρουμφάκια; Αν είδες και έναν με κόκκινο σκουφί (τον γηραιότερο) τότε μάλλον αυτό είναι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή