Πάνω από 2 δεκατίες με βασανίζει μία υπόσχεση που έδωσα, ότι δεν θα αποκαλύψω κάποιο τρομερό μυστικό, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 19, η εικοσαετία έχει παρέλθει και επιτέλους μπορώ να απαλλαγώ από αυτό το εσωτερικό βάρος.
Είμασταν παιδιά, 10 – 12 χρονών, παρέα τεσσάρων ατόμων, που τα καλοκαίρια ανέμελα απολαμβάναμε τις ανεκτίμητες χαρές της παιδικής ηλικίας. Στην παιδική φύση είναι πολύ έντονο το συναίσθημα της περιέργειας και η αναζήτηση του αγνώστου. Δεν άργησε να γίνει η αγαπημένη μας καθημερινή απασχόληση, η εξερεύνηση γειτονικών σπιτιών. Επειδή το Ν. Ηράκλειο είναι σοβαρός δήμος, δεν έχει εγκαταλελημενα κτίσματα, οπότε από την αρχή αποφασίσαμε να ανακαλύψουμε τα κρυμμένα μυστικά που κρύβουν οι μονοκατοικίες και πολυκατοικίες της γειτονιάς.
Το σχέδιο ήταν πάντα το ίδιο, ένας αποτελούσε τον ανιχνευτή, ο οποίος προπορευόταν και αναζητούσε εναλλακτική είσοδο για τον κήπο/αυλή του σπιτιού, πέρα από την κανονική. Η είσοδος έπρεπε να γίνει από αθέατο σημείο το οποίο συνήθως απαιτούσε σκαρφάλωμα σε τοίχους ή κάγκελα. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που το σύρσιμο ανάμεσα σε θάμνους ή άλλα φυτά απόδεικνυόταν εξίσου ωφέλιμο. Οι επόμενοι 2 που ακολουθούσαν, ελέγχαν περιμετρικά το χώρο, ενώ ο τελευταίος κάλυπτε τα νώτα των υπολοίπων. Η πρώτη φάση ολοκληρωνόταν, όταν και οι τέσσερις βρισκόμασταν σε ασφαλές σημείο μέσα στον κήπο/αυλή της κατοικίας. Έντονη συγκίνηση, σε συνδιασμό με αισθήματα φόβου και αγωνίας μας κατέκλυζαν, ανεβάζοντας την ανδρεναλίνη στα ύψη.
Αρχικά οι εφορμήσεις μας ήταν σε πειραματικό στάδιο, οπότε αρκούμασταν στην πρώτη φάση. Δεν είχε συμβεί κανένα πρόβλημα το οποίο μας γέμιζε ικανοποίηση και αυτοπεποίθηση. Σύντομα νιώσαμε την ανάγκη πως έπρεπε να περάσουμε στο επόμενο στάδιο, το οποίο ήταν η είσοδος στο εσωτερικό της κατοικίας. Το εγχείρημα αυτό, απαιτούσε πολύ καλή σχεδίαση, αφού οι εφορμήσεις γινόντουσαν πρωινές / μεσημεριανές ώρες και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να βρίσκετε κόσμος μέσα στην κατοικία. Σαν πρώτο στόχο, επιλέξαμε ένα μικρό διώροφο κτίσμα, το οποίο συνόρευε με την πίσω μεριά της πολυκατοικίας στην οποία έμενα (και μένω – περιστασιακά). Κτίσμα νεόκτιστο, με μικρό κήπο / γκαράζ. Η εφόρμηση θα ξεκινούσε από τον συνοριακό τοίχο, ο οποίος απαιτούσε να τον προσπελάσουμε από ψηλά, κάνοντας ένα άλμα κατάβασης κοντά στα 3 μέτρα. Ο κίνδυνος να σπάσουμε κάποιο χέρι ή κάποιο πόδι υπήρχε, αλλά τα οστά των παιδιών είναι εύπλαστα αρκετά και δεν σπάνε εύκολα. Το πρώτο στάδιο επιτεύχθηκε επιτυχώς, είμασταν και οι τέσσερις στο πίσω μέρος του σπιτιού. Οι μπαλκονόπορτες της πίσω μεριάς, έδειχναν αμπαρωμένες, οπότε δεν υπήρχε κίνδυνος να μας δει κάποιος μέσα από το σπίτι. Είχαμε αποφασίσει ποιος θα έκανε την απόπειρα να προσεγγίσει το εσωτερικό, ενώ οι άλλοι τρεις θα ελέγχαμε την περίμετρο. Θυμάμαι ότι ανέλαβα να καλύψω την αριστερή μεριά, έχοντας οπτική πρόσβαση στην είσοδο της αυλόπορτας. Ο φίλος μου, που ανέλαβε το δύσκολο έργο, είχε ήδη περάσει την πόρτα της μικρής πυλωτής η οποία ήταν ξεκλείδωτη και άνοιξε εύκολα με ένα απλό σπρώξιμο. Είχε μπει μέσα. Δεν πέρασαν ούτε 2 λεπτά και με τρόμο αντίκρυσα την αυλόπορτα να ανοίγει και να μπαίνει στην εσωτερική περίμετρο μία 30άρα γυναίκα κρατώντας σακούλες από το τοπικό σουπερ μάρκετ ‘Αθηνά’ (το μετέπειτα Βερόπουλος). Ήταν πολύ αργά και δεν υπήρχε τρόπος να ειδοποιήσω τον φίλο μου. Φρόντισα να καλυφθώ πίσω το πλαινό μέρος του τοίχου ώστε να μη με αντιληφθεί. Δεν άργησε η ώρα όπου δυνατές φωνές ξεχύθηκαν μέσα από το σπίτι. Οργισμένες φωνές, οι οποίες ακολούθησαν κλάματα και λυγμοί του φίλου μου. Δυστηχώς η γυναίκα εντόπισε τον εισβολέα κατά την είσοδο της, όμως ακομη χειρότερα ο άντρας της βρισκόταν μέσα στο σπίτι του οποίου η παρουσία επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι οι τρεις εναπομείναντες εγκαταλείψαμε το γρηγορότερο τις θέσεις μας, περάσαμε στο απέναντι πεζοδρόμειο και αναμέναμε τις εξελίξεις. Ο φίλος μας βγήκε τρέχοντας από το σπίτι, βουρκωμένος, ενώ οι βρισιές και οι απειλές από τον άντρα του σπιτιού ήταν διαρκείς και έκδηλες.
Οι τέσσερις έγιναν τρεις. Οι εναπομείναντες αποφασίσαμε να συζητήσουμε για το ποια θα είναι η επόμενη κίνηση. Η ιδέα έπεσε, την επόμενη ημέρα θα εξερευνούσαμε τις υπόγειες αποθήκες της πολυκατοικίας που έμενα. Η πολυκατοικία στην οποία μεγάλωσα, είχε και έχει το μεγαλύτερο κήπο στο Δήμο του Ν. Ηρακλείου και από τους μεγαλύτερους στο Λεκανοπέδιο. Μία τεράστεια έκταση γκαζόν διακοσμημένη με δέντρα και συντριβάνια. Στην πίσω μεριά, αθέατη από το δρόμο, βρίσκονται τα υπόγεια σκαλιά που οδηγούν στις αποθήκες. Η πόρτα ήταν πάντα ξεκλείδωτη. Σε εκείνη την εξόρμηση, περιέργως είμασταν μόνο δύο, ο μεγαλύτερος της παρέας κι εγώ. Κατεβήκαμε τα σκαλιά και μπηκαμε στον εσωτερικό, λαβύρινθο όπως τον ονομάζαμε, όπου υπήρχε πρόσβαση στις αποθήκες του κάθε διαμερίσματος. Επικρατούσε υγρασία και έντονη δυσοσμία. Στόχος μας, ήταν η αποθήκη που βρισκόταν στο τέρμα της διαδρομής του κεντρικού διαδρόμου. Η αποθήκη αυτή καλυπτόταν από ένα πέπλο μυστηρίου, αφού δεν άνηκε σε κάποιον και ουδείς ποτέ είχε τολμήσει να την εξιχνιάσει. Στην πορεία μας προς το βάθος του διαδρόμου, ακούσαμε λυγμούς και αναφιλητά. Στην πρώτη διακλάδωση ήταν ο τρίτος φίλος της παρέας, ο οποίος καθόταν στο δάπεδο, με το κεφάλι ανάμεσα στα γονατά του, να σπαράζει από αγωνία. Είχε κάνει το λάθος, να προσεγγίσει την άγνωστη αποθήκη μόνος του. Ο μεγαλύτερος της παρέας, αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να αποκαλύψει το μυστήριο. Με γοργά βήματα βρέθηκε απέναντι από την πόρτα της αποθήκης, την άνοιξε, και μπήκε στο εσωτερικό. Το σκούξιμο των μεντεσέδων αντιλαλούσε παντού. Τρόμος είχε καταλάβει ολόκληρο το σώμα μου, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Βγαίνοντας από την αποθήκη με πλησίασε ο μεγαλύτερος φίλος, με βλέμμα απλανές με συμβούλεψε να μην πλησιάσω. Έπρεπε να δώσω υπόσχεση.
Οι δύο μου φίλοι, μου αποκάλυψαν τι είδαν σε εκείνη την αποθήκη και με έβαλαν να υποσχεθώ ότι δεν θα το αποκαλύψω πουθενά. Αναρωτιέμε αν πρέπει να καταγράψω την ανατριχιαστική αλήθεια, την οποία ποτέ δεν επιβεβαίωσα. Νομίζω ναι, ήρθε η ώρα... Στην αποθήκη, κείτοταν το σώμα ενός παιδιού... Του τέταρτου φίλου μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου